περιπέττω

περιπέττω
Α
(αττ. τ.) βλ. περιπέσσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιπέσσω — και αττ. τ. περιπέττω, Α 1. (ιδίως σχετικά με το ψωμί) ψήνω καλά ωσότου σχηματιστεί κόρα ολόγυρα 2. παθ. περιπέσσομαι ντύνομαι («χλανίσι διαφανέσι περιπεπεμμένοι», Κωμ. Αδέσπ) 3. μτφ. συγκαλύπτω 4. φρ. α) «περιπέσσω ἀβλαβῶς» συγκαλύπτω χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”